- διασπᾶσα
- διασπάωtear asunderpres part act fem nom/voc sg (doric)διασπάωtear asunderpres part act fem nom/voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασπώ — διάσπασα και διέσπασα, διασπάστηκα, διασπασμένος, χωρίζω κάτι απότομα στα μέλη που το αποτελούν, διαλύω: Η αστυνομία κατόρθωσε να διασπάσει την ομάδα των διαδηλωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασπασασῶν — διασπᾱσᾱσῶν , διασπάω tear asunder aor part act fem gen pl (attic epic doric ionic aeolic) διασπασᾱσῶν , διασπάω tear asunder aor part act fem gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπάσας — διασπά̱σᾱς , διασπάω tear asunder pres part act fem acc pl (doric) διασπά̱σᾱς , διασπάω tear asunder pres part act fem gen sg (doric) διασπά̱σᾱς , διασπάω tear asunder pres part act fem acc pl (doric) διασπά̱σᾱς , διασπάω tear asunder pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπάσασα — διασπά̱σᾱσα , διασπάω tear asunder aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) διασπάσᾱσα , διασπάω tear asunder aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασπάσασαν — διασπά̱σᾱσαν , διασπάω tear asunder aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) διασπάσᾱσαν , διασπάω tear asunder aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)